Ένα πρωί, ο Χριστός με τους μαθητές του αναχώρησε από την Ιουδαία, και το μεσημέρι έφτασε κοντά στην πόλη της Σαμάρειας, τη Συχάρ, όπου σταμάτησε για να αναπαυθεί. Κουρασμένος από την οδοιπορία ο Ιησούς καθόταν στο πηγάδι του Ιακώβ. Έρχεται τότε μια γυναίκα να βγάλει νερό. Της λέει ο Ιησούς: «Δώσε μου να πιώ». Του λέει λοιπόν η γυναίκα: «Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος ζητάς από μένα να σου δώσω να πιείς, αφού εγώ είμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα;» Διότι δεν επικοινωνούσαν, λόγω μεγάλης αντιπάθειας, οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες.
Της απάντησε ο Ιησούς και της είπε: «Αν γνώριζες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει ‘δώσε μου να πιώ’, τότε εσύ θα του ζητούσες κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, ούτε κουβά δεν έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το ζωντανό νερό; Μήπως είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι;» Της απάντησε ο Ιησούς και της είπε: «Όποιος πίνει απ’ αυτό το νερό θα διψάσει και πάλι. Όποιος όμως πιεί απ’ το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ, στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θ’ αναβλύζει ζωή αιώνια». Του λέει η γυναίκα τότε: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψάω, ούτε να έρχομαι εδώ για να βγάζω από το πηγάδι». Ο Χριστός μιλούσε για την πνευματική πηγή της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος που ο ίδιος χορηγεί, εννοούσε ότι εκείνος είναι ‘το ύδωρ το ζων’, ενώ η αντίληψη της Σαμαρείτισσας δεν μπορούσε να υπερβεί τα κοσμικά και υλικά.
Για να την οδηγήσει προς τα Ουράνια, ο Ιησούς αρχίζει παιδαγωγικά από τα γήινα και προσωπικά. Της λέει: «Πήγαινε φώναξε τον άντρα σου κι έλα εδώ». Απάντησε η γυναίκα και είπε: «Δεν έχω άντρα». Της λέει ο Ιησούς: «Σωστά είπες ότι ‘δεν έχω άντρα’. Γιατί πέντε άντρες είχες και αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άντρας σου. Αυτό που είπες ήταν αλήθεια». Της αποκαλύπτει δηλαδή ότι δεν μπόρεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να οργανώσει συναισθηματικά τη ζωή της και να κάνει την οικογένεια που επιθυμούσε. Η γυναίκα άρχισε να νοιώθει ότι βρίσκεται μπροστά σε προφήτη και ο εγωισμός της υποχωρεί. Του λέει λοιπόν: «Κύριε, βλέπω πως είσαι προφήτης. Οι προπάτορές μας σ’ αυτό το βουνό (το Γαριζίν) προσκυνούσαν το Θεό, ενώ εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει κανείς να τον λατρεύει». Της λέει ο Ιησούς: «Γυναίκα, πίστεψέ με, έρχεται η ώρα που ούτε σ’ αυτό βουνό, ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα….. αλλά έρχεται η ώρα, και τώρα κιόλας ήρθε, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρέψουν το Θεό πνευματικά και αληθινά. Γιατί ο Πατέρας τέτοιους προσκυνητές θέλει». «Πνεύμα είναι ο Θεός, κι αυτοί που τον προσκυνάνε, με πνεύμα και αλήθεια πρέπει να προσκυνάνε». Για τον Χριστό επομένως η σωστή και καρδιακή λατρεία είναι θέμα τρόπου ζωής και όχι γεωγραφικού τόπου. Του λέει στη συνέχεια η γυναίκα: «Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν θα έρθει Εκείνος, θα μας τα φανερώσει όλα». Της λέει ο Ιησούς: «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ, που σου μιλάω».
Η γυναίκα τότε άφησε τη στάμνα της (δείγμα πνευματικής έκπληξης και στροφής στην άνωθεν αλήθεια), έφυγε στην πόλη και λέει στους ανθρώπους: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;» Ιεραποστολή έκανε λοιπόν η Σαμαρείτισσα, όπως φαίνεται μετανιωμένη πλέον, αφού αποκαλύπτει τόσο ανοιχτά τις αλλεπάλληλες σχέσεις της. Και την οποία ιεραποστολή με ζήλο συνέχισε στην υπόλοιπη ζωή της ως αγία Φωτεινή, που έμεινε στην ιστορία ως Ισαπόστολος και μαρτύρησε επί Νέρωνος (Η μνήμη της εορτάζεται και στις 26 Φεβρουαρίου). Στην ουσία δείχνει και σε μας το χρέος της διακονίας μας απέναντι στους άλλους. Βγήκαν λοιπόν από την πόλη και έρχονταν κοντά Του. Και από την πόλη εκείνη πίστεψαν σ’ αυτόν πολλοί από τους Σαμαρείτες.
Μέσα από τον πλούσιο αυτόν θεολογικό διάλογο, ο Χριστός αποκαλύπτει στην Σαμαρείτισσα βασικές αλήθειες της χριστιανικής μας ζωής. Πρώτα-πρώτα ότι Εκείνος είναι ο Μεσσίας, που ανέμεναν οι προφήτες, και ο Λυτρωτής του κόσμου. Της τονίζει ότι το προσκύνημα και η υγιής λατρεία του Θεού δεν έχει να κάνει μόνο με τον κατάλληλο τόπο, ή τον χρόνο, αλλά εξαρτάται από τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, αφού και ο Θεός είναι Πνεύμα και υπάρχει παντού. Προϋπόθεση είναι να έχει ο άνθρωπος καθαρή καρδιά. Της λέγει ακόμη πως η λατρεία του Θεού δεν πρέπει να γίνεται εξωτερικά, τυπικά και επιφανειακά, αλλά εσωτερικά, ταπεινά και πνευματικά για να είναι αληθινή.
Η ιστορία αυτή αποδεικνύεται σκάνδαλο για την εποχή εκείνη, για έναν σημαντικό λόγο: Εμφανίζει τον Ιησού να συζητάει βαθιά θρησκευτικά ζητήματα όχι με ραβίνους και θεολόγους της εποχής Του, αλλά με μια αλλόθρησκη γυναίκα από τη Σαμάρεια, που είχε βεβαρυμμένο μάλιστα ηθικό μητρώο. Αυτήν την γυναίκα, αλλά και κάθε άνθρωπο αμαρτωλό, πολύ περισσότερο δε πρώην άσπονδους εχθρούς (όπως ήσαν οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες) ο Κύριος δείχνει με τη στάση και τη διδασκαλία Του ότι όχι μόνο δεν απορρίπτει, αλλά συμφιλιώνει και οδηγεί στη μετάνοια, μέσω της πίστης στο πρόσωπο Του, και δημιουργεί γέφυρες υγιούς επικοινωνίας.
Ο ίδιος έφερε την νέα κοινωνία του Πνεύματος του Θεού. Τώρα πλέον οι άνθρωποι μπορούν να ικανοποιούν την πνευματική τους δίψα για πάντα, με τον άρτο και τον οίνο της αιώνιας αλήθειας. Και στο πνευματικό βασίλειο που ανέτειλε, οι άνθρωποι λατρεύουν σωστά το Θεό -που εμφανίζεται για πρώτη φορά τόσο καθαρά ως Πατέρας και Αγάπη- πέρα από κάθε διάκριση, εθνική, κοινωνική ή ηθική. Αμήν.
Μίχου