Την Παρασκευή πρός Σάββατο 12 Ιουλίου τελέστηκε με κάθε εκκλησιαστική τάξη και βαθιά κατάνυξη η Ιερά Αγρυπνία προς τιμήν του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, στον Ιερό Ενοριακό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αδάμαντος Μήλου. Προεξάρχων και Λειτουργός της Ακολουθίας ήταν ο Αναπληρωτής Αρχιερατικός Επίτροπος, ο οποίος πλαισιώθηκε από πλήθος ευλαβών ενοριτών. Συμπροσευχόμενος κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας ήταν και ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Αντώνιος Σώρρος , Εφημέριος του Ναού. Η εκκλησία γέμισε από πιστούς που παρέμειναν άγρυπνοι, συμμετέχοντας με ζήλο και ευλάβεια στους ύμνους και τις δεήσεις. Κατά τη διάρκειά της αγρυπνίας, ο π. Νεκτάριος εκφώνησε πνευματικό λόγο εμπνευσμένο από τη ζωή και τα διδάγματα του Οσίου Παϊσίου.
(Εδώ ακολουθεί ολόκληρο το κήρυγμα)
Αγαπητοί Αδελφοί , μέσα σ’ αυτή τη νύχτα που βαθαίνει και σκεπάζει τον κόσμο με σιωπή, εμείς στεκόμαστε άγρυπνοι, όχι από συνήθεια μα από δίψα· στεκόμαστε κάτω από το βλέμμα της Παναγίας, που απόψε, εδώ στον τόπο Της, μας κρατά σαν παιδιά στο πορφυρό Της μαφόριο και μας αφήνει να ακουμπήσουμε στον ώμο Της ό,τι βαραίνει μέσα μας. Στεκόμαστε κρατώντας τον σταυρό της ψυχής μας, γιατί το ‘πε ο Κύριος: «Ὁ θέλων ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καὶ ἀράτω τὸν σταυρόν αὐτοῦ»· και τί είναι άλλο ο Όσιος Παΐσιος παρά ένας άνθρωπος που σήκωσε τον Σταυρό του κι έγινε ανάπαυση για τον διπλανό του, και δίδαξε κι εμάς να μην ντρεπόμαστε να ματώνουμε λίγο για την αλήθεια; Γιατί, «οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας»· αλλὰ «πνεῦμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ». Απόψε, μέσα στα νυχτερινά κεριά που τρεμοπαίζουν, βλέπουμε τον Όσιο Παΐσιο να μας γνέφει απ’ τα Κατουνάκια, από κείνα τα μονοπάτια τα στενά του Άθωνα, όπου ο ίδιος γονάτιζε και έλεγε: «Θεέ μου, κράτησέ με να στέκομαι όρθιος για να μη γονατίσουν οι άλλοι από τον πόνο». Μοιάζει η μορφή του με τον Ηλία τον Θεσβίτη, που στάθηκε μόνος απέναντι στους ψεύτικους προφήτες και δεν φοβήθηκε να πει: «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός τῶν δυνάμεων, ἐν ὧ ἕστηκα ἐνώπιον αὐτοῦ». Έτσι στάθηκε κι αυτός, μόνος, φτωχός, αλλά πλούσιος στη χάρη. Και το καλύβι του, φτωχό σπιτάκι ξύλινο, έγινε φως για το πλήθος. Γιατί όποιος έχει μέσα του τον Χριστό, όλος ο κόσμος χωράει στην αυλή του. «Λαός μου ἀπώλετο διὰ τὸ μὴ ἔχειν γνῶσιν » λέει ο προφήτης Ωσηέ, και πόσο αληθινό είναι αυτό στις μέρες μας — μέρες που τα μάτια μας γυαλίζουν απ’ τα φώτα του κόσμου αλλά η ψυχή μας πεινάει σκοτάδι. Και τότε βγαίνει ο Όσιος Παΐσιος σαν φωνή «βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», να μας θυμίσει: «Παιδί μου, μην ξεχνάς την καρδιά σου. Αν χάσεις την καρδιά σου, όλα τα άλλα είναι στάχτη». Ο ίδιος την φύλαξε την καρδιά του καθαρή, όπως λέει η Γραφή: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Και γι’ αυτό, όποιος τον πλησίαζε, έβλεπε λίγο Θεό — έβλεπε λίγο φως αληθινό, έστω και για ένα λεπτό. Μέσα στην αγρυπνία αυτή, ακούγεται ο ψαλμός: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου». Κι αν το θυμίαμα της δικής μας προσευχής είναι αδύναμο, σκορπισμένο, ας έρθει η ευχή του Οσίου να το δυναμώσει, να το ανεβάσει ως τον θρόνο του Θεού. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη». Και ποιος, πιο δίκαιος, για μας τους απλούς και αμαρτωλούς, από τούτον τον ταπεινό ασκητή που δε ζήτησε τίποτα δικό του, μόνο να ζήσουμε εμείς τον Χριστό. Στεκόμαστε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή τη Θεομητορική Εκκλησία, που ευωδιάζει Παναγία, κι έχουμε τον Όσιο Παΐσιο να μας σπρώχνει να αγαπήσουμε πάλι την απλότητα. Να μην ξεχάσουμε τι σημαίνει να ανάβεις ένα κεράκι και να λες: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός». Να μη φοβηθούμε να πούμε: «Συγχώρησέ με, αδελφέ». Να ξαναβρούμε το «συγχώρεσον» που έλεγε κι ο ίδιος στον Γολγοθά του Αγίου Όρους. Γιατί εκείνος ήξερε πως όλα γίνονται καινούρια μόνο μέσα στην ταπείνωση. Όπως λέει ο Ησαΐας: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» Ας μη φύγουμε απόψε ίδιοι. Ας αφήσουμε κάτι δικό μας στα πόδια του Αγίου — έναν εγωισμό, έναν φόβο, μία πίκρα. Ας τα αφήσουμε, κι ας φύγουμε πιο ελαφροί. Γιατί αλλιώς τι κάναμε; Μονάχα ξενυχτήσαμε; Όχι! Αγρυπνία χωρίς αλλοίωση δεν είναι αγρυπνία, είναι παράσταση. Κι ο Άγιος Παΐσιος δεν ήθελε παραστάσεις· ήθελε καρδιές. Και ήξερε πως ο Χριστός ζητά καρδιά: «Υἱέ μου, δὸς μοι σὴν καρδίαν». Όλα τ’ άλλα, πλούτη, τιμές, δόξες, θα λιώσουν· η καρδιά μένει. Κι όταν φύγουμε, να θυμόμαστε τούτο: « Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν». Δεν μας άφησε μόνους. Μας άφησε Παΐσιους και Πορφύριους και Ιακώβους και όλους εκείνους που περπάτησαν στα χώματα τούτης της γης και τα ‘καναν κήπο παραδείσου. Ας τους μοιάσουμε λίγο· κι αν δεν μπορούμε να φτάσουμε ως εκεί, τουλάχιστον ας στρέφουμε το βλέμμα μας προς τα ‘κεί — σαν τον Ζακχαίο που ανέβηκε στη συκομουριά, μόνο και μόνο για να δει. Και τον είδε! Κι ο Χριστός τον είδε. Και άλλαξε η ζωή του. Αυτός είναι κι ο σκοπός της νύχτας: να αλλάξει κάτι μέσα μας. Να ξημερώσει άλλη μέρα μέσα μας, πριν ξημερώσει έξω. Να βγούμε στον Αδάμαντα, να δούμε το λιμάνι, τη θάλασσα που απλώνεται, και να πούμε: «Κύριε, μείνε μεθ’ ἡμῶν· ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστί». Να μη φύγει από κοντά μας. Κι όταν όλοι οι λογισμοί θα μας πολεμούν, τότε να θυμόμαστε τον Παΐσιο να χαμογελά και να ψιθυρίζει το πιο δυνατό του κήρυγμα: «Παιδί μου, κάνε υπομονή. Μην ταράζεσαι. Ο Χριστός θα τα κανονίσει όλα, αν Του δώσεις την καρδιά σου». Αυτό να θυμόμαστε κι απόψε — κι ας μείνει μέσα μας σαν μυστική ευχή. Κι ας γίνει η ευχή του Οσίου σκέπη μας, κι η Παναγία Μάνα μας, κι η Αγρυπνία αυτή μία μικρή σκάλα που θα μας ανεβάσει λίγο πιο κοντά σ’ Εκείνον που είπε: «ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας». Κι όταν όλα θα σβήνουν, να μην σβήσει ποτέ το φως της πίστης μας.
ΕΚ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ