2η.ΟΜΙΛΙΑ 8/3/23- στόν 50ο ψαλμό –
Πρωτ/ρου Ἰωάννου Ἀγγελιδάκη
«Ἐπί πλεῖον πλῦνον με ἀπό τῆς ἀνομίας»
Ξέπλυνέ με ἀπό το ρύπο τῆς ἀνομίας ἡ ὁποία διεπράχθει μέ τό φόνο. «Καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας καθάρισόν με» Καί καθαρισέ με ἀπό την ἁμαρτία. Ἐδῶ ἐζήτησε περισσοτέρη κάθαρση, διά νά δείξει σέ κάθε σημεῖον τό ὑπερβολικό μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματός του. Καί ὅτι οἱ δοκιμασίες τίς ὁποῖες ὑπέφερε ἐμείωσαν τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας. Τώρα λέει ἔχω ἀνάγκη καθαρτικῶν καί ἐξαγνιστικῶν, ὥστε νά μή μείνει ἴχνος ἀπό τήν ἀκαθαρσίαν, ἡ ὁποία ἐκόλλησε τήν ψυχήν μου.
Χρειάζεται ἐπομένως, τήν ὁμολογία τοῦ Ἀσώτου, «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου», τά δάκρυα τῆς Πόρνης, τούς στεναγμούς τοῦ Μανασσῆ, τήν προσευχή τοῦ Παύλου, τήν ἀπόφαση τοῦ Αὐγουστίνου, τά δάκρυα τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος «ἔκλαυσε πικρῶς», μετά τήν ἄρνησιν τοῦ Κυρίου του, τόν θρῆνον τοῦ ἴδιου τοῦ Δαυῒδ, ὅπως ἐκφράζεται στόν 7ον Ψαλ. «λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσίν μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» Τά δάκρυα τῆς μετάνοιας! Με τά δάκρυα ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο θείας παρηγορίας, ἀποκτᾶ τήν ἐσωτερικήν ἐκείνη καί ἀνέκφραστη χαρά τῶν δικαίων καί τόν ἐπισκιάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ
Πόσοι ἀπ’ ἐμᾶς καθημερινῶς δέν ἀνταλλάσουμε τόν παράδεισο μέ τήν κόλαση, τό φῶς μέ τό σκοτάδι, τίς δοκιμασίες μέ τούς πειρασμούς, τήν ἀφθαρσία μέ τή φθορά. Γι’ αὐτό χρειάζεται ν’ ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τήν Τελωνική προσευχή, τήν πιό μεγάλη προσευχή πού εἰπώθηκε ἀπό ἀνθρώπινη καρδιά καί ἀνθρώπινα χείλη: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
«Καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός».
Ἀδιάκοπα περιστρέφεται εἰς τήν μνήμη του ἡ ἁμαρτία τήν ὁποίαν διέπραξε, δέν τόν ἐγκαταλείπει οὔτε ἀπομακρύνεται, ἀλλά εἶναι πάντοτε μαζί του καί τοῦ προκαλεῖ ἄγχος. Ὡς ἁμαρτία χαρακτιρίζει τήν μοιχεία. Ἁμαρτία μέν εἶναι ἡ πτώση ἀπό τό ἀγαθόν, ἀνομία δέ εἶναι ἡ παράβαση τοῦ θείου νόμου εἰς αὐτά ὀφείλεται ἡ διάκριση μεταξύ ἁμαρτίας καί ἀνομίας. Σέ πολλές περιπτώσεις οἱ δύο αὐτές ἔννοιες συμπίπτουν. Ὁ ἀπόστολος καί Μαθητής τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης, πολύ καλῶς ἐμφανίζει καί τίς δύο ἔννοιες ὡς ταυτόσημες γι’αὐτό λέει: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἀνομίαν ποιεῖ»(Α Ιωάν.γ΄4)
Ἡ μετάνοιά μας πρέπει νά εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο καί τό βάρος τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὅπως καί οἱ ἀρετές μας νά εἶναι τόσες, καί τόσο μεγάλες, ὅσες καί οἱ πράξεις τῆς κακίας καί τῆς ἀποστασίας μας ἀπό τό Θεό. Ἡ μετάνοια προκαλεῖ τήν συντριβή καί τόν πόνο, ἐπειδή προσβάλλαμε τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ καί ἀρνηθήκαμε τήν σταυρωμένη αγάπη Του.
Ὅσο καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία μεγάλη, ἀκόμη καί ἄν ἔχει τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου, μένει στό βάθος τῆς ψυχῆς μας, ἡ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ μας, πού λέει: «καί ἄν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινιοῦν, ὡς χιόνα λευκανῷ, ἐάν δέ ᾦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ», μᾶς διαβεβαιοῖ ὁ Ἡσαῒας.
«Σοί μόνω ἥμαρτον, καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα».
Αντί νά πεῖ: Κατώρθωσα νά ἀποκρύψω ἀπό τά μάτια ὅλων, τῶν ἀνθρώπων, τό βαρύ μου παράπτωμα, ἀλλά ἀπό τά δικά σου μόνο μάτια δέν μπόρεσα νά ἀποκρύψω. Γι’αὐτό λέει: «καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα». Διότι παρά τό ὅτι δἐχθηκα πολλές εὐεργεσίες ἀπό ἐσένα, σέ ἀντάμειψα μέ τά ἐντελῶς ἀντίθετα. Καί δέν θέλει νά πεῖ μέ αὐτό ὅτι δέν διέπραξε κακό εἰς τόν Οὐρίαν, ἀλλά ὅτι ἡ πιό μεγάλη παρανομία ἀπετολμήθει καί διεπράχθει πρός αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τόν ἐξέλεξε καί ἀπό βοσκό προβάτων τόν ἔχει κάμει βασιλέα!
Και λέει ἀκόμα «τό σοί μόνω ἥμαρτον» ἤ ἐπειδή κατώρθωσε μέν νά κρυφθεῖ ἀπό τά μάτια ὅλων ἐκτός ἀπό τά μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἠλέχθει ὑπό τοῦ προφήτου, ἤ ἐπειδή ὡς βασιλεύς μεν ὑπήγετο εἰς τίς διατάξεις τῶν ἀνθρωπίνων νόμων, ὡς εὐσεβής δέ πού ἦτο εὐρίσκεται εἰς τήν δικαιοδοσίαν μόνο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἐπειδή κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέ θά μποροῦσε νά τόν ἐλέγξει, μόνο ὁ Θεός τόν ἐπανέφερε στόν ὀρθόν δρόμο.
«Ἰδοῦ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου»
Ἡ ἀρχική ἀπόφαση, πρόθεση, τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μή γεννηόμαστε διά τῆς διαδικασίας τοῦ γάμου καί νά μήν ὑποκείμεθα εἰς τήν φθορά, Οἱ Ἅγιοι Πατέρες περιορίζονται νά προσδιορίσουν ὅτι τά εἴδη τῆς φθορᾶς· ἡ ἡδονική ἕλξη, ἡ σαρκική ἕνωση καί ἡ βιολογική γέννηση, δέν ὑπῆρχαν προπτωτικά . Ἐπειδή δέ παρήκουσαν τοῦ Θεοῦ, ἀπώλεσαν μετά τῆς μακαρίας ἐκείνης διαγωγῆς καί τό τῆς παρθενίας καλόν. Ἡ παράβαση ὅμως τῆς ἐντολῆς εἶχε σάν συνέπεια, τήν τοῦ θανάτου φθοράν, καί τήν κατάρα, καί τήν ὀδύνην, καί τόν ἐπίπονον βίον τότε, εἰσέρχεται ὁ γάμος. Και καθίσταται ἀναγκαῖος. Διότι ὅπου γάρ θάνατος ἐκεῖ και γάμος κατά τόν Ἰωάννη τόν Χρυσοστόμο.
« ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου»
Ὀ στίχος σημαίνει ὅτι ἡ Εὔα, ἡ μητέρα ὅλων μας, πρώτη ἐπεθύμησε δυνατά τήν ἁμαρτία, ὥσάν νά ἐφέρετο ἀκατασχέτως πρός τήν ἡδονή. Ὁ στίχος φανερώνει, ὅτι ἐξ ἀρχῆς ἡ ἀνθρώπινη φύσις περιῆλθε εἰς τήν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας, ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τῆς Εὔας καί ὁτι ἡ γεννησή μας ἔχει γίνει ὑπό συνθήκας κατάρας.
Ἡ ἀλλαγή στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του εἶναι μεγάλη καί ἀποτελεῖ πλήρη ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πιά, ὅπως πρίν, ὡς συστατικό χαρακτηριστικό του τή ζωή, δέν ὑπάρχει χάρη στή ζωή πού ἀναβλύζει φυσικά ἀπό μέσα του, ὑπάρχει ζωή ὅσο ἀναβάλλει τόν θάνατο. Αὐτό πού κυρίως ὑπάρχει τώρα εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ζωή ἔχει μετατραπεῖ σέ ἐπιβίωση.
Στήν ἀνθρωπολογία του ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει: Ἄν ἡ ζωή ἐκείνων πού ἐπανέρχονται στόν παράδεισο ἔχει στενή σχέση μέ τή ζωή τῶν ἀγγέλων, εἶναι φανερό πώς ὁ πρίν ἀπό τήν παράβαση βίος ἦταν σάν ἀγγελικός. Γι’αὐτό καί ἡ ἐπάνοδος τῆς ζωῆς μας στήν ἀρχική κατάσταση ὁμοιάζει πρός τήν ἀγγελική. Ἀλλά καθώς εἴπαμε, μολονότι στούς ἀγγέλος δέν ὑπάρχει γάμος, (γιά νά πολαπλασιάζονται) οἱ στρατιές τους ἀνέρχονται σέ ἄπειρες μυριάδες. Ἔτσι ἀναφέρει ὁ προφ. Δαιήλ στά ὁράματά του(Δαν.7,10).
Μέ τόν ἴδιο τρόπο οὔτε κι ἐμεῖς θά εἴχαμε τήν ἀνάγκη τοῦ γάμου γιά τόν πολλαπλασιασμό, ἄν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας δέν μᾶς συνέβαινε καμιά παρεκτροπή κι ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἴση μέ τούς ἀγγέλους τιμή. Ἀλλά ὅποιος εἶναι ὁ τρόπος τοῦ πολαπλασιασμοῦ στόν ἀγγελικό κόσμο, ἀνέκφραστος κι ἀδιανόητος μέ ἀνθρώπινες σκεψεις, πλήν ὅμως ὁπωσδήποτε ὑπαρκτός, αὐτός θά λειτουργοῦσε καί γιά τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι λίγο κατώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους.(Ψαλμ. 8,6).