1η. ΟΜΙΛΙΑ 1/3/23
ΣΤΟΝ Ν ( 50ο) ΨΑΛΜΟ – τοῦ Δαυΐδ –
Πρωτ/ρου Ἰωάννου Ἀγγελιδάκη
«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου». καί «Ἐπί πλεῖον πλῦνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου και ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, και ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόνμου ἐστι διαπαντός…. ….. » (Ψαλ. Ν΄ τοῦ Δαυΐδ.)
Ὁ 50ός Ψαλμός περιέχει ἐξομολόγηση δύο μεγάλων ἁμαρτημάτων τοῦ Δαβίδ, ἀφ’ ἑνός μέν τήν δολοφονία τοῦ Οὐρία, τοῦ στρατηγοῦ του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς μοιχείας αὐτοῦ μετά τῆς Βηρσαβεέ, τῆς συζύγου τοῦ Οὐρία.. Ὑποδεικνύει δέ ταυτοχρόνως εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν μετάνοια ὡς τήν μοναδική ὁδό σωτηρίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος τέχνης, τῆς διαρκοῦς νίκης κατά τοῦ ἐχθροῦ, δηλαδή του διαβόλου.
Γιά νά προσεγγίσουμε, ὅσο μποροῦμε, ἀνθρωπίνως, τό περιεχόμενο τοῦ 50ου ψαλμοῦ, θά πρέπει νά κατανοήσουμε τήν διασπαστική ἐνέργεια τῆς ἀστοχίας – ἁμαρτίας- τοῦ ἀνθρώπου, τήν πτώση του καί τήν διακοπή τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό.
Πρίν ἀπό τήν πτώση ὑπῆρχε ἑνότητα μεταξύ Θεοῦ, ἀνθρώπου καί ὅλης τῆς κτίσεως. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν καθαρή καί ἁγνή. Δέν ὑπῆρχε σ’ αὐτήν τό στοιχεῖο τῆς ὅποιας ἁμαρτίας. Ὅλες οἱ ζωτικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σκέψη, ἡ βούληση καί ἡ ἐπιθυμία ἦταν στραμμένες στόν Θεό.
Ὄντας τρεπτός καί αὐτοπροαίρετος ὁ ἄνθρωπος παρασύρθηκε ἀπό τόν διάβολο καί παραδόθηκε στήν ἁμαρτία καί τίς ἡδονές. Μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ὑποτάχθηκε στήν κτίση, τή φθορά καί τόν θάνατο. Ἔχασε τήν ἐλευθερία του, ἔγινε δοῦλος καί ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, καί τοῦ ἑαυτοῦ του.
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου «ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μιά ἁπλή παράβαση ἑνός νόμου, ἀλλά ἡ ἀνώμαλη κίνηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς». Δηλαδή, ἀντί ὁ ἄνθρωπος νά κινεῖται ἀδιάλειπτα πρός τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωής καί τῆς θεώσεως, κινεῖται πρός τά αἰσθητά. Ἔτσι ἡ ἁμαρτία εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ καί ἡ «ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἑκουσίως παραδρομή».
«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεος σου».
Ἐπειδή τό ἁμάρτημά του εἶναι μεγάλο, παρακαλεῖ νά ἐκδηλωθεῖ πρός αὐτόν καί τό μεγάλο ἔλεος τοῦ Θεοῦ και ἡ ἄπειρη εὐσπλαχία Του. Εἶδε λέει ἠ γραφή, μιά ὄμορφη γυναίκα νά λούζεται και τήν ἐρωτεύτηκε. Κατόπιν ἔκαμε πράξη τίς πονηρές του σκέψεις. Κι’ ἔπεσε ὁ προφήτης στό φόνο και τή μοιχεία. Τόσο πολύ τόν νάρκωσε τό πάθος, γιατί ὅταν ὁ ἡνίοχος εἶναι μεθυσμένος, τότε και τό ἅρμα τρέχει ἄταχτα. Κι’ ὅποια εἶναι ἡ σχέση ἀνάμεσα στόν ἡνίοχο και τό ἅρμα, ἡ ἴδια εἶναι ἀνάμεσα στήν ψυχή και τό τό σῶμα. Ἐάν ἡ ψυχή σκοτιστεῖ, τό σῶμα κυλίεται στήν ἀκαθαρσία.
Ἡ ἁμαρτία ἔφερε μέσα στόν ἄνθρωπο καί στόν κόσμο τή σύγχυση καί τήν ταραχή. Ἄλλα σκέπτεται ὁ νοῦς, ἄλλα ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά καί ἄλλα πράτει ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἅμαρτία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, ἡ ἀπώλεια τῆς θείας χάριτος, «ἁμαρτία θάνατός ἐστι» καί πραγματική ζημία τῆς ψυχῆς.
Ἡ ψυχή, ἀφοῦ ἔχασε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ την ἁμαρτία, θέλει νά τραφεῖ ἀπομυζώντας τό σῶμα, καί ἔτσι γεννιοῦνται τά ψυχικά πάθη. Τό σῶμα μή μπορώντας νά τραφεῖ ἀπό τήν ψυχή, αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν ὕλη καί ζητᾶ ἀπό ἐκεῖ νά ἰκανοποιηθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά γεννιοῦνται τά σωματικά πάθη. Ἔχουμε, λοιπόν, πλήρη ἐσωτερική ἀποδιοργάνωση. Αἰτία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος, αἰτία τῆς σωτηρίας ὁ Θεός.
«Καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου». Διότι μόνοι οἱ οἰκτιρμοί τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανοί νά καθαρίσουν τά χέρια ἀπό τό ἁμάρτημα τοῦ φόνου. Κάνοντας περισσότερον σαφές αὐτό τό ὁποῖο λέγει, προσθέτει: Ὅτι ὁ Θεός; Τοῦ στέλνει τόν προφήτη Νάθαν.
Ὁ προφήτης ἔρχεται στόν προφήτη, ὅπως συβαίνει καί μέ τούς γιατρούς. Τό ἴδιο συνέβη κι’ ἐδῶ. Αὐτός πού ἁμάρτησε ἦταν προφήτης, προφήτης ἦταν και ὁ προμηθευτής τῶν φαρμάκων. Ἔρχεται λοιπόν στόν Δαυΐδ ὁ Νάθαν καί δέν τόν ἐλέγχει ἀμέσως, μόλις περνᾶ τό κατώφλι, λέγοντά του: «ἅμαρτωλέ και κριματισμένε, μοιχέ και φονιά, τόσες τιμές δέχθηκες ἀπό τό θεό κι’ἐσύ καταπάτησες τίς ἐντολές Του»! Τἰποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ Νάθαν, ἀλλά πλέκει μιά δραματική ἱστορία γιά νά τόν κρίνει. Καί τί τοῦ λέει; Βασιλιά μου θέλω νά μοῦ δικάσεις μιά ὑπόθεση.
Ἦταν ἕνας πλούσιος, ἦταν κι ’ἕνας φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλά κοπάδια ἀπό βόδια καί ἄλλα ζῶα. Εἶχε καί ὁ πτωχός μιάν ἀρνάδα, πού ἔπινε ἀπό τό ποτήρι του κι’ἔτρωγε ἀπό τό τραπέζι του καί κοιμόταν στήν ἀγκαλιά του. Με τά λόγια αὐτά ὁ προφήτης θέλει νά φανερώσει τό γνήσιο δεσμό ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα του. καί σάν ἦρθε κάποιος ξένος, λυπήθηκε ὁ πλούσιος τά δικά του ζῶα, πῆρε τήν ἀρνάδα τοῦ φτωχοῦ καί τήν ἔσφαξε.
Τί κάνει λοιπόν ὁ βασιλιά; Νομίζοντας πώς δικάζει ξένη ὑπόθεση βγάζει σκληρή ἀπόφαση. Τέτοιοι εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. ὅταν πρόκειται γιά τούς ἄλλους κρίνουμε καί βγάζουμε καταδικαστικές ἀποφάσεις εὐχάριστα καί ἀπότομα. Καί ἀπαντάει ὁ Δαυΐδ «Μάρτυς μου ὁ Κύριος. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πεθάνει. Καί θά πληρώσει τήν ἄρνάδα στό τετραπλάσιο τῆς ἀξίας της».
Τι εἶπε τότε ὁ Νάθαν; Δέν κοίταξε νά πραΰνει μέ μαλακτικά γιά πολλές ὧρες τήν πληγή, ἀλλά ἀμέσως τήν ἄνοιξε καί τῆς ἔκαμε βαθιά τομή, γιά νά μή φύγει ἠ αἴσθηση τοῦ πόνου. Ἀπάντησε: «Ἐσύ εἶσαι» βασιλιά μου. Καί τί εἶπε ὁ βασιλιάς; «Ἁμάρτησα στόν Κύριο». Δέν εἶπε «ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ἐλέγχεις; Ποιος σέ ἔστειλε νά μοῦ μιλᾶς μέ τόσο θάρρος; Πῶς τόλμησες αὐτό;». Τίποτε τέτοιο δέν εἶπε ἀλλά συνεσθάνθηκε τήν ἀμαρτία του. Καί τί λέει «Ἔχω ἁμαρτίσει στόν Κύριο». Τότε ὁ Νάθαν τοῦ λέει; «καί ὁ Κύριος συγχώρεσε τό ἁμάρτημά σου». Ἐσύ καταδίκασες τόν ἑαυτό σου, ἐγώ σοῦ συγχωρῶ τήν καταδίκη σου. Θέλει λοιπόν, κόπο καί δύναμη νά ὁμολογήσεις πρῶτος τήν ἁμαρτία σου, γιά νά τύχεις τοῦ ἐλέους, τῆς χάρης, και τῆς συγχώρεσης Τοῦ Θεοῦ.